σηστρίζω
(ρ.)
σηστρίζω
[siˈstrizo]
Γούρδ.
σ̑ηστρίζω
[ʃiˈstrizo]
Αραβαν.
Από το ουσ. σήστρο και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Κοσκινίζω
ό.π.τ.