σήστρο
(ουσ. ουδ.)
σήστρο
[΄sistro]
Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ.
σ̑ήσ̑τρο
[ˈʃiʃtro]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ.
σ̑ήσ̑τρου
[ˈʃiʃtru]
Μισθ.
Aπό το μεταγν. ουσ. σῆστρον = κόσκινο < ρ. σήθω.
Μεγάλο κόσκινο
ό.π.τ.
:
Κόνωναμ’ το νερό σο σ̑ήστρο
(Χύναμε το νερό στο κόσκινο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887