ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σήστρο (ουσ. ουδ.) σήστρο [΄sistro] Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ. σ̑ήσ̑τρο [ˈʃiʃtro] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ. σ̑ήσ̑τρου [ˈʃiʃtru] Μισθ. Aπό το μεταγν. ουσ. σῆστρον = κόσκινο < ρ. σήθω.
Μεγάλο κόσκινο ό.π.τ. : Κόνωναμ’ το νερό σο σ̑ήστρο (Χύναμε το νερό στο κόσκινο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887