σημαδεύω
(ρ.)
σεμαδεύω
[sema'ðevo]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
σεμαdεύω
[sema'devo]
Αραβαν., Φερτάκ.
σεμαδεύου
[sema'ðevu]
Μαλακ.
σεμαεύγου
[sema'evɣu]
Μισθ.
σεμαγεύω
[semaˈʝevo]
Αξ.
σ̑ημαρεύου
[ʃimaˈrevu]
Σίλ.
σεμαρεύω
[semaˈrevo]
Γούρδ.
Εν. γ'
σεμαδέφ
[sema'ðef]
Μαλακ.
Αόρ.
σεμάδεψα
[seˈmaðepsa]
Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
σημάεψα
[siˈmaepsa]
Σεμέντρ.
Παθ.
σεμαδεύουμαι
[sema'ðevume]
Φάρασ.
σεμαδεύουμι
[sema'ðevumi]
Μαλακ.
σεμαεύουμαι
[sema'evume]
Τσαρικ.
σεμαγεύουμαι
[semaˈʝevume]
Αξ.
σεμαdεύουμαι
[sema'devume]
Αραβαν.
σεμαϊζιέμαι
[semaiˈzʝeme]
Μισθ.
Παθ. Παρατατ.
σεμαγευότονμαι
[semaʝeˈvotonme]
Αξ.
Αόρ.
σεμαδεύτα
[sema'ðefta]
Αξ., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
σεμαγεύτα
[semaˈʝefta]
Αξ.
σεμαεύτα
[sema'efta]
Μισθ., Μπέηκ.
Μτχ.
σημαγμένο
[simaɣˈmeno]
Αξ.
σεμαδεμένος
[semaðeˈmenos]
Σινασσ., Φάρασ.
σεμαδιμένους
[semaðiˈmenus]
Φάρασ.
σεμαdεμένο
[semadeˈmeno]
Φερτάκ.
σεδεμένο
[seðeˈmeno]
Φάρασ.
σεμαρεμένο
[semareˈmeno]
Γούρδ.
σεμαεμένο
[semaeˈmeno]
Τσαρικ.
σεμα'ιμένο
[semaʝˈmeno]
Αξ.
σεμα'ιμένου
[semaiˈmenu]
Μισθ.
Γεν. Εν. Ουδ.
σεμαδεμενιού
[semaðemeˈɲu]
Φλογ.
Από το μεσν. ρ. σημαδεύω = θέτω σημάδι. Η νεότ. σημ. προέκυψε από επιρροή του τουρκ. ουσ. nişan = αρραβώνας, σημάδι ή του ρ. nişanlamak = τοποθετώ σημάδι, αρραβωνιάζω. Ο τύπ. σημαdεύω με ηχηροπ. [t] > [d]. Ο τύπ. σεμαεύγου με αποβολή του [ð] και ανάπτυξη μεσοφωνηεντ. [γ]. Ο τύπ. σεμαγεύω με τροπή [ð] > [γ]. Οι τύπ. σεμαρεύω και σημαρεύου με τροπή [ð] > [r].
1. Βάζω αναγνωριστικό σημάδι
Ανακ., Σίλ., Φκόσ.
:
Σ̑ημαρεύουμ' τα να μη χασεί
(το σημαδεύουμε για να μη χαθεί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
β.
Η παθ. μτχ., σημαδεμένος, άνθρωπος με παραμορφωτικό σημάδι ή ουλή
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Σάμου θωρείς α σεμαδεμένο νομάτ', φύε μακρά.
(Όταν βλέπεις σημαδεμένο άνθρωπο, φύγε μακριά
˙
Οι ανάπηροι είναι δυσοίωνοι ή δυσάρεστοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Αρραβωνιάζω (ενεργ. φωνή), αρραβωνιάζομαι (παθ. φωνή)
Αξ., κ.α., Μαλακ., Μπέηκ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Dώκαμ' ντου γιολούχ, ελάτε, σεμαεύτη
(δώσαμε τα χρήματα, ελάτε, αρραβωνιάστηκε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σεμαεύτης έμαχα
(έμαθα πως αρραβωνιάστηκες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το σεμαγεύτεν είπαν μας τα
(ότι αρραβωνιάστηκε μας το είπαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άιτε να σεμαδέψουμε το κορίτσ̌’ μας
(άντε να αρραβωνιάσουμε το κορίτσι μας)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Να με σεμαδέψ̑εις
(θα πρέπει να με αρραβωνιάσεις με αυτήν)
Φλογ.
-Dawk.
Βά τ' σεμαδέψεν το
(Ο πατέρας του τον αρραβώνιασε)
Φλογ.
-Dawk.
Πήριν ντα τη ’ναίκα, ο γαμbρός, ο άντρας του σεμαδεύτην
(Πήρε την γυναίκα ο γαμπρός, ο άντρας ο οποίος αρραβωνιάστηκε)
Τσουχούρ.
-VLACH
Το σημαγμένον το παιρί
(Το αρραβωνιασμένο αγόρι)
Αξ.
β.
Η παθ. μτχ., αρραβωνιαστικός
ό.π.τ.
:
Ζωγράφος έπ'κε με το μολύβι κοριτσιού το 'κόνα και 'χάρ'σεν το στο σεμαρεμένο τ'
(ο ζωγράφος έκανε με το μολυβοκόντυλο την εικόνα του κοριτσιού και τη χάρισε στον αρραβωνιαστικό της
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Να γαβουστίσω μητ΄ σεμα'ιμένου μ'
(θα ανταμώσω με την αρραβωνιαστικιά μου
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γάπσιν ντου σεμα'ιμένου τσι πάτσιν ντου
(Άρπαξε την αρραβωνιαστικιά του και έφυγε
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φόρου νταχτύλία σου σεϊμασμένου σ'
(φόρεσε το δαχτυλίδι στην αρραβωνιαστικιά σου
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κουρφάς ράναναμ' ντου σεμαϊμένου μας
(κρυφά βλέπαμε την αρραβωνιαστικιά μας
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Και πήρεν qασάπ bασ̑ή το σεμαδεμέν'
(και παντρεύτηκε του χασάπη την αρραβωνιαστικιά
)
Φλογ.
-Dawk.
Ύστερα εgείνο ναίκα παίν', φέρ qασάπ bασ̑ή σεμαδεμενιού τα τσόλια
(ύστερα η γυναίκα πηγαίνει, του φέρνει τα ρούχα της αρραβωνιαστικιάς του χασάπη
)
Φλογ.
-Dawk.
Έχουν το αντέτ’ να πά να γιομώσ'νε τα χ̇ισίμια τ’ το τσόπλα τ’, σεμαδεμενιού τ’το τσόπλα τ’, τσερέζια, γεμίΣα
(Έχουν τη συνήθεια να πηγαίνουν οι συγγενείς να γεμίζουν την τσέπη της, την τσέπη της αρραβωνιασμένης, με ξηρούς καρπούς και σταφίδες
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Σκοπεύω, ρίχνω σε στόχο
Φάρασ.
:
Το φσάχι τάνυσεν το τσίκκιν του, σεμάδεψεν τσ̑αι δώτσ̑εν τα σα δύο τσ̑ουφάλε του
(Το παιδί τότε τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε και τον χτύπησε στα δύο του κεφάλια· παραμύθι)
Φάρασ.
-Παπαδ.