σήκωμα
(ουσ. ουδ.)
σήκωμα
[ˈsikoma]
Γούρδ., Φλογ.
σήκουμα
[ˈsikuma]
Μισθ., Φάρασ.
σ̑ήκωμα
[ˈʃikoma]
Αξ., Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. σήκωμα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. σίκωμα), το οπ. από το ρ. σηκώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Μάλλον δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. σήκωμα = βαρίδι ζυγαριάς.
1. Ανασήκωμα, ανύψωση
ό.π.τ.
2. Έγερση
ό.π.τ.
3. Ύψωση του σταυρού κατά την λιτανεία των Φώτων
Αξ.
4. H μετάβαση από τον αργό στον γρήγορο ρυθμό στο χορό
Αξ.