ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σήκωμα (ουσ. ουδ.) σήκωμα [ˈsikoma] Γούρδ., Φλογ. σήκουμα [ˈsikuma] Μισθ., Φάρασ. σ̑ήκωμα [ˈʃikoma] Αξ., Αραβαν. Από το νεότ. ουσ. σήκωμα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. σίκωμα), το οπ. από το ρ. σηκώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Μάλλον δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. σήκωμα = βαρίδι ζυγαριάς.
1. Ανασήκωμα, ανύψωση ό.π.τ.
2. Έγερση ό.π.τ.
3. Ύψωση του σταυρού κατά την λιτανεία των Φώτων Αξ.
4. H μετάβαση από τον αργό στον γρήγορο ρυθμό στο χορό Αξ.