σεχεριώτης
(ουσ. αρσ.)
σ̑εχ̇έρώτ͑’
[ʃexeˈrotʰ]
Θηλ.
σ̑εχ̇έρώτ͑’σσα
[ʃexeˈrotʰsa]
Φάρασ.
Από το ουσ. σεχέρι, όπου και τύπ. σ̑εχ̇έρι με παραγωγ. επίθμ. -ιώτης, όπου και τύπ. -ώτης. Ο τύπ. σ̑εχ̇έρώτ͑’σσα από το αρσ. τύπ. με παραγωγ. επίθμ. -(ι)σσα.