σεφά
(ουσ. ουδ.)
σεφά
[seˈfa]
Ανακ., Ουλαγ.
σ̑εφά
[ʃeˈfa]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. σεφάς = γλέντι, το οπ. από το τουρκ. sefa = α) ανάπαυση β) διασκέδαση.
Διασκέδαση, καλοζωία
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σǘρ’σαν σεφά
(οδήγησαν (ενν. τη ζωή) στην ευτυχία˙ έζησαν ευτχισμένοι. Πβ. τουρκ. Πβ. <em>safa/ sefa sürmek </em>= οδηγώ στην ευτυχία, διάγω ευτυχισμένη ζωή)
Ουλαγ.
-Dawk.
Αΐ σεφαdά, ινσάν τσεφαdά
(το φεγγάρι στη διασκέδαση, ο άνθρωπος στην ταλαιπωρία˙ το έλεγαν όταν έβλεπαν το μηνίσκο του φεγγαριού γειρτό, γιατί σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, αυτό σήμαινε μεγάλη κακοκαιρία. Πβ. τουρκ. <em>Ay sefada, insan cefada </em>)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ισ̑ύ 'σαι στο σ̑εφά κι ιμείς σο τζεζά
(Εσύ είσαι στην καλοπέραση και εμείς στην τιμωρία˙ Εσύ καλοπερνάς, ενώ εμείς βασανιζόμαστε)
Φλογ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γιασάιμα