ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεφά (ουσ. ουδ.) σεφά [seˈfa] Ανακ., Ουλαγ. σ̑εφά [ʃeˈfa] Φλογ. Νεότ. ουσ. σεφάς = γλέντι, το οπ. από το τουρκ. sefa = α) ανάπαυση β) διασκέδαση.
Διασκέδαση, καλοζωία ό.π.τ. : || Φρ. Σǘρ’σαν σεφά (οδήγησαν (ενν. τη ζωή) στην ευτυχία˙ έζησαν ευτχισμένοι. Πβ. τουρκ. Πβ. <em>safa/ sefa sürmek </em>= οδηγώ στην ευτυχία, διάγω ευτυχισμένη ζωή) Ουλαγ. -Dawk. Αΐ σεφαdά, ινσάν τσεφαdά (το φεγγάρι στη διασκέδαση, ο άνθρωπος στην ταλαιπωρία˙ το έλεγαν όταν έβλεπαν το μηνίσκο του φεγγαριού γειρτό, γιατί σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, αυτό σήμαινε μεγάλη κακοκαιρία. Πβ. τουρκ. <em>Ay sefada, insan cefada </em>) Ανακ. -Κωστ.Α. Ισ̑ύ 'σαι στο σ̑εφά κι ιμείς σο τζεζά (Εσύ είσαι στην καλοπέραση και εμείς στην τιμωρία˙ Εσύ καλοπερνάς, ενώ εμείς βασανιζόμαστε) Φλογ. -Κωστ.Α. Συνών. γιασάιμα