ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιασάιμα (ουσ. ουδ.) γιασ̑άιμα [ʝaˈʃaˈima] Μισθ. Από το ρ. γιασαντίζω, όπου και τύπ. γιασ̑αΐζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Καλοπέραση : Ντου γιασ̑άιμα ποίκιν ντου ούτσ̑α (H καλοπέραση τον έκανε έτσι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σεφά
Τροποποιήθηκε: 17/12/2024