ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιασαντίζω (ρ.) γιασ̑αdι̂́ζω [ʝaʃaˈdɯzo] Αξ., Αραβαν., Τελμ. γιασ̑ατίζω [ʝaʃaˈtizo] Μαλακ., Φλογ. γιασαΐζω [ʝasaˈizo] Μισθ. γιασ̑αΐζου [ʝaʃaˈizu] Μισθ. γιασ̑ατι-έζω [ʝaʃatiˈezο] Τσουχούρ., Φάρασ. γιασ̑ατι-έγω [ʝaʃatiˈeɣο] Αφσάρ., Φάρασ. γιασ̑ατι-έω [ʝaʃatiˈeο] Αφσάρ., Φάρασ. γιασ̑ατι-ώ [ʝaʃatiˈo] Φάρασ. γιασ̑αdώ [ʝaʃaˈdo] Αφσάρ., Σίλ. γιασ̑αdού [ʝaʃaˈdu] Ουλαγ. γιασ̑ατώ [ʝaʃaˈto] Φλογ. Αόρ. γιασ̑άτ'σα [ʝaˈʃatsa] Αξ., Μαλακ. γιασ̑άσε [ʝaˈʃase] Σίλατ. Παθ. γιασατι-έμαι [ʝasatiˈeme] Φάρασ. Από το τουρκ. yaşamak (αόρ. yaşadı) = ζω.
1. Ζω, βρίσκομαι εν ζωή ό.π.τ. : Ομοτσούζ 'ναι, δε γιασ̑ατά (Είναι νεκρός, δεν ζει) Φλογ. -ΙΛΝΕ κ͑έσκε να μου τα είπει ακούμ' γιασαdά (Μακάρι να μου έλεγε ακόμη ότι ζει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ισ̑ύ απ' εμέ πολύ να γιασ̑ατίεις (Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ από μένα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ισύ πολύ να γιασ̑αΐσεις (Εσύ θα ζήσεις πολύ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'ντερέ πιο πολύ γιασ̑αΐζουμ', τσ̑όι τι γιασ̑άιζαμ'; Τσ̑όι εξήνdα χρονού χανόδαν (Τώρα ζούμε πιο πολύ, τότε πόσο ζούσαμε; Τότε εξήντα χρονών πέθαιναν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Να γιασαΐσεις χρόνια πολλά μι ντ' όνομα σ' (Να ζήσεις πολλά χρόνια με το όνομά σου˙ ευχή για μακροζωία) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Το φίδι του τζ̑ο φτάνει σε μένα, να γιασ̑ατι-έσει σ̑ίλε χρόνες (Το φίδι που δεν με βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια˙ αν δεν υπάρχει προσωπικό συμφέρον, δεν υπάρχει λόγος να εμπλέκεται κανείς σε διαμάχες με επικίνδυνους ανθρώπους) Φάρασ. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ζω
2. Ζω, περνάω την ζωή μου ό.π.τ. : Εκεί τα χρόνια Καστρού τα χωριά γιασ̑άdιζε ένα άνdρα κι ένα ναίκα (Εκείνα τα χρόνια στα χωριά του Κάστρου ζούσε ένας άντρας και μιά γυναίκα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Γιασ̑άσε αγαπωμένα (Έζησαν αγαπημένοι) Σίλατ. -Dawk. Γιασ̑άτ’σαν καλά κι εμείς ακούμ’ καλά (Ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα· κατακλείδα παραμυθιού) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 638 || Φρ. Σο σόνα το σαϊά γιασατι-έμαι (Στον δικό σου το μανδύα ζω˙ με την προστασία σου είμαι καλά, φρ. που λεγόταν κολακευτικά από φτωχό σε πλούσιο ή ισχυρό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γκετσιντίζω, σουρντίζω
3. Καλοπερνώ, ζω καλά Αξ., Μισθ., Τελμ. : || Παροιμ. Ψεύκης και κλέφκης το πρώτο χρόνο γιασ̑αντίσ̑' (Ο ψεύτης κι ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται˙ οι κακές πράξεις αργά ή γρήγορα τιμωρούνται) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.