γιασαντίζω
(ρ.)
γιασ̑αdι̂́ζω
[ʝaʃaˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν., Τελμ.
γιασ̑ατίζω
[ʝaʃaˈtizo]
Μαλακ., Φλογ.
γιασαΐζω
[ʝasaˈizo]
Μισθ.
γιασ̑αΐζου
[ʝaʃaˈizu]
Μισθ.
γιασ̑ατι-έζω
[ʝaʃatiˈezο]
Τσουχούρ., Φάρασ.
γιασ̑ατι-έγω
[ʝaʃatiˈeɣο]
Αφσάρ., Φάρασ.
γιασ̑ατι-έω
[ʝaʃatiˈeο]
Αφσάρ., Φάρασ.
γιασ̑ατι-ώ
[ʝaʃatiˈo]
Φάρασ.
γιασ̑αdώ
[ʝaʃaˈdo]
Αφσάρ., Σίλ.
γιασ̑αdού
[ʝaʃaˈdu]
Ουλαγ.
γιασ̑ατώ
[ʝaʃaˈto]
Φλογ.
Αόρ.
γιασ̑άτ'σα
[ʝaˈʃatsa]
Αξ., Μαλακ.
γιασ̑άσε
[ʝaˈʃase]
Σίλατ.
Παθ.
γιασατι-έμαι
[ʝasatiˈeme]
Φάρασ.
Από το τουρκ. yaşamak (αόρ. yaşadı) = ζω.
1. Ζω, βρίσκομαι εν ζωή
ό.π.τ.
:
Ομοτσούζ 'ναι, δε γιασ̑ατά
(Είναι νεκρός, δεν ζει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
κ͑έσκε να μου τα είπει ακούμ' γιασαdά
(Μακάρι να μου έλεγε ακόμη ότι ζει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ισ̑ύ απ' εμέ πολύ να γιασ̑ατίεις
(Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ από μένα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ισύ πολύ να γιασ̑αΐσεις
(Εσύ θα ζήσεις πολύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ντερέ πιο πολύ γιασ̑αΐζουμ', τσ̑όι τι γιασ̑άιζαμ'; Τσ̑όι εξήνdα χρονού χανόδαν
(Τώρα ζούμε πιο πολύ, τότε πόσο ζούσαμε; Τότε εξήντα χρονών πέθαιναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Να γιασαΐσεις χρόνια πολλά μι ντ' όνομα σ'
(Να ζήσεις πολλά χρόνια με το όνομά σου˙ ευχή για μακροζωία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Το φίδι του τζ̑ο φτάνει σε μένα, να γιασ̑ατι-έσει σ̑ίλε χρόνες
(Το φίδι που δεν με βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια˙ αν δεν υπάρχει προσωπικό συμφέρον, δεν υπάρχει λόγος να εμπλέκεται κανείς σε διαμάχες με επικίνδυνους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ζω
2. Ζω, περνάω την ζωή μου
ό.π.τ.
:
Εκεί τα χρόνια Καστρού τα χωριά γιασ̑άdιζε ένα άνdρα κι ένα ναίκα
(Εκείνα τα χρόνια στα χωριά του Κάστρου ζούσε ένας άντρας και μιά γυναίκα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γιασ̑άσε αγαπωμένα
(Έζησαν αγαπημένοι)
Σίλατ.
-Dawk.
Γιασ̑άτ’σαν καλά κι εμείς ακούμ’ καλά
(Ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα· κατακλείδα παραμυθιού)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 638
|| Φρ.
Σο σόνα το σαϊά γιασατι-έμαι
(Στον δικό σου το μανδύα ζω˙ με την προστασία σου είμαι καλά, φρ. που λεγόταν κολακευτικά από φτωχό σε πλούσιο ή ισχυρό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκετσιντίζω, σουρντίζω
3. Καλοπερνώ, ζω καλά
Αξ., Μισθ., Τελμ.
:
|| Παροιμ.
Ψεύκης και κλέφκης το πρώτο χρόνο γιασ̑αντίσ̑'
(Ο ψεύτης κι ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται˙ οι κακές πράξεις αργά ή γρήγορα τιμωρούνται)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.