γιασά
(επιφ.)
γιασ̑ά
[ʝaˈʃa]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το νεότ. επιφών. γιασά = εύγε, το οπ. από το τουρκ. επιφ. yaşa = ζήτω, μπράβο. Η λ. σε φαναριώτικη επιστ. έτ. 1712, πβ. Ὅθεν ἡμεῖς ἀποβλέποντες εἰς τὴν ἔκβασιν τῶν πραγμάτων, τότε καὶ μόνον θέλομεν ἐκφωνήσῃ τὸ τζὸκ γιασὰ εἰς ἐκεῖνον ὁποῦ τὰ προγνωστικά του ἐφάνησαν ἀληθέστερα» (Legrand 1903: 99).