γιαρουλαντίζω
(ρ.)
γιαρουλαντίζω
[ʝarulaˈdizo]
Φλογ.
Αόρ.
γιαρουλάνσα
[ʝaruˈlansa]
Φλογ.
Από τουρκ. ρ. yarılamak = φτάνω μέχρι τα μέσα της διαδρομής.
Πβ.
γιαρί
Φτάνω μέχρι τα μέσα μιας διαδρομής
:
Φένgος γιαρουλάνσεν
(Το φεγγάρι είναι μισογεμάτο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361