γιαρίμι
(επίθ.)
γιαρίμι
[ʝaˈrimi]
Φάρασ., Φκόσ.
γιαρι̂́μ'
[ʝaˈrɯm]
Ουλαγ.
γιαρούμ'
[ʝaˈrum]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. yarım= ήμισυς, όπου και διαλεκτ. τύπ. yarim.
Μισός
ό.π.τ.
:
Γιαρίμι σαχάτι
(Mισή ώρα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ήταν α μέγο σπήλος σο κάζιν 'πέσου, γιαρίμι κροτάλε 'σ' το Βαρασό
(Ήταν μιά μεγάλη σπηλιά μέσα στο κοίλωμα του βράχου, μισή ώρα από τα Φάρασα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'φώς ήρταν σο γιαρούμ' το στράτα
(Όταν έφτασαν στα μισά του δρόμου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ο φένgος ένι γιαρίμι
(Το φεγγάρι είναι μισό, δηλ. μισοφέγγαρο)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
Συνών.
γιαρί, ήμισυς, μισιάρι :1