γιαρμάς ( ουσ. αρσ.
)
γιαρμάς
[ʝarˈmas]
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
γιρμάδε
[ʝirˈmaðe]
Φάρασ.
...
γιαρντίμι
(ουσ. ουδ.)
γιαρντίμι
[ʝarˈdimi]
Φάρασ.
γιαρντίμιν
[ʝarˈdimin]
Φάρασ.
γιαρντι̂́μ'
[ʝarˈdɯm]
Αραβαν., Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. yardım = βοήθεια.
Βοήθεια
ό.π.τ.
:
Ον ετιά φουρούνια ψωμιά μ' έφαγες, ένα γιαρντι̂́μ' ντε με έπ'κες
(Τόσους φούρνους ψωμιά έφαγες, καμιά βοήθεια δεν μου έδωσες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
O ντόστης μου ο βασιλός ήνοιξε μουχαρεμπές τζ' 'ύρεψε 'σ' τ’ εμένα γιαρντίμι
(Ο φίλος μου ο βασιλιάς άρχισε πόλεμο και ζήτησε από μένα βοήθεια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Ζάζω γιαρντι̂́μ'
(Κάνω βοήθεια˙ βοηθώ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το 'μόν ντο τεdζα̈́λι γιαρντίμιν τζ̑ο φτένει να υπάω σο τενίζι
(Η τύχη δεν με βοηθάει να πάω στην θάλασσα˙ δεν τα έφερε βολικά η ζωή μου για να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
εμνιέτι, ντερμάνι :2, νταγιάχι :2