γιαρατίζω
(ρ.)
γιαρατίζω
[ʝaraˈtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
γιαραΐζου
[ʝaraˈizu]
Μισθ.
γιαρατ-τού
[ʝaratˈtu]
Ουλαγ.
Αόρ.
γιαράτ'σ̑α
[ʝaˈratʃa]
Ουλαγ.
γιαράτ'σα
[ʝaˈratsa]
Μαλακ., Μισθ.
Από τον αόρ. yarattı του τουρκ. ρ. yaratmak = δημιουργώ.