ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαρατίζω (ρ.) γιαρατίζω [ʝaraˈtizo] Μαλακ., Φάρασ. γιαραΐζου [ʝaraˈizu] Μισθ. γιαρατ-τού [ʝaratˈtu] Ουλαγ. Αόρ. γιαράτ'σ̑α [ʝaˈratʃa] Ουλαγ. γιαράτ'σα [ʝaˈratsa] Μαλακ., Μισθ. Από τον αόρ. yarattı του τουρκ. ρ. yaratmak = δημιουργώ.
Δημιουργώ, δίνω ζωή ό.π.τ. : Χεός γιαράτ'σ̑ε ντα κανείσια (Ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους) Ουλαγ. -Κεσ. Εσέ ό,τι σε γιαράτ'σε, γκι εκεινό γιαράτ'σε με (Ό,τι γέννησε εσένα, γέννησε κι εμένα) Ουλαγ. -Dawk. Χεός γιαράτ'σιν ντου (Ο Θεός τον δημιούργησε) Μισθ. -Κοτσαν. Πβ. ποίκω, φτιάχνω