ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαραλαντίζω (ρ.) γιαραλανdίζω [ʝaralanˈdizο] Μαλακ. γιαραλανdίζου [ʝaralanˈdizu] Μισθ. γιαραλανdώ [ʝaralanˈdo] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Αόρ. γιαραλάνd'σα [ʝaraˈlandsa] Μισθ., Τροχ. γιαραλάνσα [ʝaraˈlansa] Μαλακ. Από τον αόρ. yaralandı του τουρκ. ρ. yaralanmak = τραυματίζομαι.
Τραυματίζομαι ό.π.τ. : Ντώκα ντου πτιάρι μ' τσι γιαραλάνd'σα (Xτύπησα το πόδι μου και τραυματίστηκα) Μισθ. -Κοτσαν. Έπεσεν και γιαραλάντ'σεν το πιγιάρ', άχτεινεν όιμα (Έπεσε και χτύπησε το πόδι του, έτρεχε αίμα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Πέφτει και γιαραλανdά (Πέφτει και χτυπάει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812