γιαραλαντίζω
(ρ.)
γιαραλανdίζω
[ʝaralanˈdizο]
Μαλακ.
γιαραλανdίζου
[ʝaralanˈdizu]
Μισθ.
γιαραλανdώ
[ʝaralanˈdo]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Αόρ.
γιαραλάνd'σα
[ʝaraˈlandsa]
Μισθ., Τροχ.
γιαραλάνσα
[ʝaraˈlansa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. yaralandı του τουρκ. ρ. yaralanmak = τραυματίζομαι.
Τραυματίζομαι
ό.π.τ.
:
Ντώκα ντου πτιάρι μ' τσι γιαραλάνd'σα
(Xτύπησα το πόδι μου και τραυματίστηκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έπεσεν και γιαραλάντ'σεν το πιγιάρ', άχτεινεν όιμα
(Έπεσε και χτύπησε το πόδι του, έτρεχε αίμα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Πέφτει και γιαραλανdά
(Πέφτει και χτυπάει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812