γιαπτιρντίζω
(ρ.)
γιαπτι̂ρντίζω
[ʝaptɯrˈdizο]
Αραβαν., Μαλακ.
γιατ͑ι̂ρντίζω
[ʝatʰɯrˈdizο]
Μισθ.
Αόρ.
γιαπτίρτζισα
[ʝaˈptirdzisa]
Σίλ.
γιαπτι̂́ρσα
[ʝaˈptɯrsa]
Μαλακ.
γιαπτούρσα
[ʝaˈptursa]
Τσαρικ.
Από τον αόρ. yaptırdı του τουρκ. ρ. yaptırmak = βάζω άλλον να κάνει κάτι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αναθέτω σε κάποιον να φτιάξει κάτι
ό.π.τ.
:
Πήγι ’ς ένα ντϋλκιάρη, γιαπτι̂́ρτζισι οπ’ ξύλου ένα χουτσ̑ί
(Πήγε σ’ ένα μαραγκό, τον έβαλε να φτιάξει ένα ξύλινο κουτί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Πατισάους πήι σου νταμουρτζή, γιαπτούρσι ούτσα 'να τὀπ'
(Ο βασιλιάς πήγε στον σιδερά και παρήγγειλε ένα τέτοιο τόπι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Πβ.
παίρνω