ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαπτιρντίζω (ρ.) γιαπτι̂ρντίζω [ʝaptɯrˈdizο] Αραβαν., Μαλακ. γιατ͑ι̂ρντίζω [ʝatʰɯrˈdizο] Μισθ. Αόρ. γιαπτίρτζισα [ʝaˈptirdzisa] Σίλ. γιαπτι̂́ρσα [ʝaˈptɯrsa] Μαλακ. γιαπτούρσα [ʝaˈptursa] Τσαρικ. Από τον αόρ. yaptırdı του τουρκ. ρ. yaptırmak = βάζω άλλον να κάνει κάτι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αναθέτω σε κάποιον να φτιάξει κάτι ό.π.τ. : Πήγι ’ς ένα ντϋλκιάρη, γιαπτι̂́ρτζισι οπ’ ξύλου ένα χουτσ̑ί (Πήγε σ’ ένα μαραγκό, τον έβαλε να φτιάξει ένα ξύλινο κουτί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Πατισάους πήι σου νταμουρτζή, γιαπτούρσι ούτσα 'να τὀπ' (Ο βασιλιάς πήγε στον σιδερά και παρήγγειλε ένα τέτοιο τόπι) Τσαρικ. -Καραλ. Πβ. παίρνω