γιαπάι
(ουσ. ουδ.)
γιαπαΐ
[ʝapaˈi]
Μισθ.
γιαπάκ
[ʝaˈpak]
Αξ.
Αρσ.
γιαπάς
[ʝaˈpas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. yapağı = ακατέργαστο μαλλί προβάτου, όπου και διαλεκτ. τύπ. yapâ και yapak.
1. Το μαλλί του πρόβατου που προσπαθούσαν να βγάλουν μονοκόμματο κατά το κούρεμα
Μισθ.
2. Τρίχινο σακουλάκι με το οπ. σκούπιζαν το σώμα των αλόγων
Σινασσ.