γιαπιστίζω
(ρ.)
γιαπι̂σ̑τι̂́ζω
[ʝapɯˈʃtɯzo]
Αραβαν., Μαλακ.
γιαπουστίζω
[ʝapuˈstizo]
Μισθ.
γιαπουσ̑τούζω
[ʝapuˈʃtuzo]
Αξ.
γιαπ͑ουσ̑τι-έω
[ʝapʰuʃtiˈeo]
Φάρασ.
γιαπι̂σ̑τού
[ʝapɯˈʃtu]
Ουλαγ.
Αόρ.
γιαπούισα
[ʝaˈpuisa]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ.
γιαπι̂́γισα
[ʝaˈpɯʝisa]
Μαλακ.
Από το τουρ. ρ. yapışmak (αόρ. yapıştı) = κολλάω, προσκολλώμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κολλώ, προσκολλώμαι σε κάτι
ό.π.τ.
:
Το σ̑οινίκ' ασ' το είχε μέλ’, τα παρέα γιαπούισαν σο σ̑οινίκ'
(Επειδή το μέτρο είχε μέλι, τα κέρματα κόλλησαν στο μέτρο)
Αραβαν.
-Dawk.
Γιαπούισιν 'ς άλουγου απάν' τσι φτέρνανι
(Κόλλησε πάνω στο άλογο και έτρεχε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Τα 'μό καρύα 'νdαι κι ακούζουνdαι, τα σο σταφίρες είνdαι και γιαπι̂σ̑τι̂́ζουν
(Τα δικά μου καρύδια είναι κι ακούγονται, τα δικά σου σταφίδες είναι και κολλούν˙ για οσους κατακρίνουν τους άλλους για λάθη που κάνουν και οι ίδιοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κολλώ
2. Σκαρφαλώνω
Μισθ.
:
Γιαπούιστα σου τσ̑αλούι
(Σκαρφάλωσα στο δέντρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου σκυλί να γιαπουστίσ' σα ντουβάρια ντέ 'νι
(Το σκυλί δεν μπορεί να σκαρφαλώσει στους τοίχους)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
αναβαίνω, ορλατίζω, ντιρμαντίζω