ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαπιστίζω (ρ.) γιαπι̂σ̑τι̂́ζω [ʝapɯˈʃtɯzo] Αραβαν., Μαλακ. γιαπουστίζω [ʝapuˈstizo] Μισθ. γιαπουσ̑τούζω [ʝapuˈʃtuzo] Αξ. γιαπ͑ουσ̑τι-έω [ʝapʰuʃtiˈeo] Φάρασ. γιαπι̂σ̑τού [ʝapɯˈʃtu] Ουλαγ. Αόρ. γιαπούισα [ʝaˈpuisa] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ. γιαπι̂́γισα [ʝaˈpɯʝisa] Μαλακ. Από το τουρ. ρ. yapışmak (αόρ. yapıştı) = κολλάω, προσκολλώμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κολλώ, προσκολλώμαι σε κάτι ό.π.τ. : Το σ̑οινίκ' ασ' το είχε μέλ’, τα παρέα γιαπούισαν σο σ̑οινίκ' (Επειδή το μέτρο είχε μέλι, τα κέρματα κόλλησαν στο μέτρο) Αραβαν. -Dawk. Γιαπούισιν 'ς άλουγου απάν' τσι φτέρνανι (Κόλλησε πάνω στο άλογο και έτρεχε) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Τα 'μό καρύα 'νdαι κι ακούζουνdαι, τα σο σταφίρες είνdαι και γιαπι̂σ̑τι̂́ζουν (Τα δικά μου καρύδια είναι κι ακούγονται, τα δικά σου σταφίδες είναι και κολλούν˙ για οσους κατακρίνουν τους άλλους για λάθη που κάνουν και οι ίδιοι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κολλώ
2. Σκαρφαλώνω Μισθ. : Γιαπούιστα σου τσ̑αλούι (Σκαρφάλωσα στο δέντρο) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου σκυλί να γιαπουστίσ' σα ντουβάρια ντέ 'νι (Το σκυλί δεν μπορεί να σκαρφαλώσει στους τοίχους) Μισθ. -Φατ. Συνών. αναβαίνω, ορλατίζω, ντιρμαντίζω