ορλατίζω
(ρ.)
ορλατίζω
[orlaˈtizo]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
ολ-λατίζω
[ollaˈtizo]
Φάρασ.
ορλατώ
[orˈlato]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
ολάτ'σα
[οˈlatsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. örlemek = σκαρφαλώνω, τρέχω στην ανηφόρα.
Σκαρφαλώνω
Φάρασ.
:
Ολάτ'σεν dο φσ̑όκκο, έβgη σο μήον bάνου
(Σκαρφάλωσε το παιδί, ανέβηκε πάνω στη μηλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ολάτ'σε, έβγκη σο γαϊδιρού τη μέση
(Σκαρφάλωσε, ανέβηκε στου γαϊδουριού την μέση)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Τό 'ίδι αρ να μη ολατείνκε σα τσ̑αλούδε, 'ίδι πάλι τζ̑ό λένκαν τα
(Η γίδα αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα δέντρα, δεν θα την έλεγαν γίδα˙ το κακό όνομα βγαίνει από τις κακές πράξεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αναβαίνω, γιαπιστίζω :2, ντιρμαντίζω
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025