ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορλατίζω (ρ.) ορλατίζω [orlaˈtizo] Αφσάρ., Τσουχούρ. ολ-λατίζω [olˈlaˈtizo] Φάρασ. ορλατώ [orˈlato] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Αόρ. ολάτσα [οˈlatsa] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. örlemek = σκαρφαλώνω, τρέχω στην ανηφόρα.
Σκαρφαλώνω Φάρασ. : Ολάτσε, έβγκη σο γαϊδιρού τη μέση (Σκαρφάλωσε, ανέβηκε στου γαϊδουριού την μέση) -Dawk. Συνών. αναβαίνω :2, γιαπιστίζω :2, ντιρμαντίζω