ορλατίζω
(ρ.)
ορλατίζω
[orlaˈtizo]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
ολ-λατίζω
[olˈlaˈtizo]
Φάρασ.
ορλατώ
[orˈlato]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ. γ'
ολάτσεν
[οˈlatʃen]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. örlemek = σκαρφαλώνω, τρέχω στην ανηφόρα.
Σκαρφαλώνω
Φάρασ.
:
Ολάτσε, έβγκη σο γαϊδιρού τη μέση
(σκαρφάλωσε, βγήκε στου γαϊδουριού την μέση)
-Dawk.
Συνών.
γιαπιστίζω, ντιρμαντίζω, αναβαίνω