ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορλατίζω (ρ.) ορλατίζω [orlaˈtizo] Αφσάρ., Τσουχούρ. ολ-λατίζω [ollaˈtizo] Φάρασ. ορλατώ [orˈlato] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Αόρ. ολάτ'σα [οˈlatsa] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. örlemek = σκαρφαλώνω, τρέχω στην ανηφόρα.
Σκαρφαλώνω Φάρασ. : Ολάτ'σεν dο φσ̑όκκο, έβgη σο μήον bάνου (Σκαρφάλωσε το παιδί, ανέβηκε πάνω στη μηλιά) Φάρασ. -Dawk. Ολάτ'σε, έβγκη σο γαϊδιρού τη μέση (Σκαρφάλωσε, ανέβηκε στου γαϊδουριού την μέση) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Τό 'ίδι αρ να μη ολατείνκε σα τσ̑αλούδε, 'ίδι πάλι τζ̑ό λένκαν τα (Η γίδα αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα δέντρα, δεν θα την έλεγαν γίδα˙ το κακό όνομα βγαίνει από τις κακές πράξεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αναβαίνω, γιαπιστίζω :2, ντιρμαντίζω
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025