ορισιά
(ουσ. θηλ.)
νορισ̑ά
[noriˈʃa]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ὁρισία, με συνίζηση και προσθήκη ν- λόγω εσφαλμένης μορφολ. κατάτμησης μετά από το οριστ. άρθρ. την.