ορισιά
(ουσ. θηλ.)
νορισ̑ά
[noriˈʃa]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ὁρισία, με συνίζηση και προσθήκη ν- λόγω εσφαλμένης μορφολ. κατάτμησης μετά από το οριστ. άρθρ. την.
Ορισμός, διαταγή, απόφαση
:
Με του Χεγού νορισ̑ά
(Με του Θεού την εντολή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
όρισμα
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025