ορθοστηγμένος
(επίθ.)
ορτοσ̑τηγμένο
[ortoʃtiɣˈmeno]
Αξ.
Από το επίθ. ορθός, όπου και τύπ. ορτός και την μτχ. στηγμένος του ρ. στήνω/στέκω.
1. Αυτός που στέκεται όρθιος
Αξ.
:
τ͑ι στέκνεσαι ‘μπρό μ’ ορτοσ̑τηγμένο;
(γιατί στέκεσαι μπροστά μου όρθια στημένος;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Άκαμπτος, αλύγιστος
Αξ.
:
τ͑ι ορτοσ̑τηγμένο κανείς ‘σαι
(τι άκαμπτος άνθρωπος είσαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.