ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθοστηγμένος (επίθ.) ορτοσ̑τηγμένο [ortoʃtiɣˈmeno] Αξ. Από το επίθ. ορθός, όπου και τύπ. ορτός και την μτχ. στηγμένος του ρ. στήνω/στέκω.
1. Αυτός που στέκεται όρθιος Αξ. : τ͑ι στέκνεσαι ‘μπρό μ’ ορτοσ̑τηγμένο; (γιατί στέκεσαι μπροστά μου όρθια στημένος;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Άκαμπτος, αλύγιστος Αξ. : τ͑ι ορτοσ̑τηγμένο κανείς ‘σαι (τι άκαμπτος άνθρωπος είσαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.