ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθά (επίρρ.) ορτά [orˈta] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το μεσν. επίρρ. ὀρθά, το οπ. από αρχ. επίρρ. ὀρθῶς ή από το επίθ. ὀρθός όπου και μεσν. τύπ. ὀρτός. Οι σημ. 1 και 2 μεσν. Η σημ. 3 αρχ. Η λ. και στην Απουλ. με τις σημ. 1 και 1α (βλ. Λεξ. Καραν., λ. ἀρτέα και Λεξ. Rohfls, λ. *ὀρθύς).
1. Για κίνηση, κατευθείαν, ίσια ό.π.τ. : Κι εκείνο πήγε ορτά σο πεγάρ’ ομbρό και στάρη (Κι εκείνος πήγε ίσια στο πηγάδι μπροστά και στάθηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήγ' ορτά σις μιχτάροι τζ̑' είπεν ατό του είδε τό 'ργο (Πήγε κατευθείαν στους προύχοντες και είπε το γεγονός που είδε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ατσ̑ιντότι η νύφη 'πο 'πιτσ̑εί πήνι ορτά σου παπά το σπίτι (Τότε η νύφη από εκεί πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπά) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. ίσια
β. Επιτασσόμενο σε προσδιορισμούς τόπου που δηλώνουν κίνηση προς κάποιον τόπο Μισθ. : 'στέρια παίρισκάν το τσι πηάισκά του σα μορμόρια ορτά και ψάλνισκαμ' (Ύστερα το έπαιρναν (το λείψανο) και το πήγαιναν προς το νεκροταφείο, και ψέλναμε ) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Λέμ', ας κλώσουμ', ας πάμ' σου τοκάνι ορτά (Λέμε ας γυρίσουμε, ας πάμε προς το μαγαζί ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
γ. Επιτασσόμενο σε τοπικούς προδιορισμούς λειτουργεί προσεγγιστικά Αξ., Μισθ. : Σου 'νταρά ορτά ντε ’νι ’να σπίτ’; (Προς τη ρεματιά δεν είναι ένα σπίτι; ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εγώ 'ς το κοσ̑έ ορτά (Εγώ (στεκόμουν) προς την γωνία ) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
δ. Επιτασσόμενο σε χρονικά ή ποσοτικά επιρρήματα, περίπου, κατά, προς Αξ., Ουλαγ., Σίλ. : Το βραΰ ορτά αμέ (Κατά το βράδυ πήγαινε ) Ουλαγ. -Κεσ. Λίγ’ ορτά (Σε λίγο ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Βραντύν ορτά (Προς το βράδυ ˙ δειλινό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
ε. Επιτασσόμενο σε προσδιορισμούς της καταγωγής Μισθ. : Απ’ του μάνα τ’ ορτά (Από την πλευρά της μάνας του ) -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ως τροπικό επίρρημα, ευθέως, με παρρησία Γούρδ.
3. Ορθά, σωστά Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ. : Ορτά γκιαλάϊψις (μίλησες σωστά) Μισθ. -Κοτσαν. Εκείνο ορτά είπεν ντα (Εκείνος τα είπε σωστά) Φλογ. -Dawk. Συνών. καλός, ορθούτσικα, ιράστα
4. Φρόνιμα Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. : Ορτά να έσταες γκαι με σε φάισε (Φρόνιμα να στεκόσουν και να μη σε έδερνε) Ουλαγ. -Κεσ. Κάτσε ορτά, να κόψει ο παπάς τ’ αφτιά σου (Κάτσε φρόνιμα, ειδάλλως θα κόψει ο παπάς τα αφτιά σου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κάτσι ορτά μη σι κουπανήσου (Κάτσε φρόνιμα, μη σε κοπανήσω) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βαριά :3, σορά