ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθά (επίρρ.) ορτά [orˈta] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το μεσν. επίρρ. ὀρθά, το οπ. από αρχ. επίρρ. ὀρθῶς ή από το επίθ. ὀρθός όπου και μεσν. τύπ. ὀρτός. Οι σημ. 1 και 2 μεσν. Η σημ. 3 αρχ. Η λ. και στην Απουλ. με τις σημ. 1 και 1α (βλ. Καραναστάσης 1984-1992, λ. ἀρτέα και Rohlfs, λ. *ὀρθύς).
1. Για κίνηση, κατευθείαν, ίσια ό.π.τ. : Κι εκείνο πήγε ορτά σο πεγάρ’ ομbρό και στάρη (Κι εκείνος πήγε ίσια στο πηγάδι μπροστά και στάθηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήγαν ορτά σο προχτεσ̑ινό το μέρος (Πήγαν κατευθείαν στο προχτεσινό μέρος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήγ' ορτά σις μιχτάροι τζ̑' είπεν ατό του είδε τό 'ργο (Πήγε κατευθείαν στους προύχοντες και είπε το γεγονός που είδε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ατσ̑ιντότι η νύφη 'πο 'πιτσ̑εί πήνι ορτά σου παπά το σπίτι (Τότε η νύφη από εκεί πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπά) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. 'στέρου πηε ορτά σην Ε-Γάτερη (Ύστερα πήγε κατευθείαν στην Αγ. Αικατερίνη) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το γαϊδίρι χεμέν πήριν την στράτα μαναχό του, ορτά πααίνει σο στάβκου (Το γαϊδούρι αμέσως πήρε μόνο του το δρόμο του, πηγαίνει κατευθείαν στο στάβλο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ίσια
β. Επιτασσόμενο σε προσδιορισμούς τόπου που δηλώνουν κίνηση προς κάποιον τόπο Μισθ. : 'στέρια παίρισκάν το τσι πηάισκά του σα μορμόρια ορτά και ψάλνισκαμ' (Ύστερα το έπαιρναν (το λείψανο) και το πήγαιναν στο νεκροταφείο, και ψέλναμε ) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Λέμ', ας κλώσουμ', ας πάμ' σου τοκάνι ορτά (Λέμε ας γυρίσουμε, ας πάμε στο μαγαζί ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ρουσία λε, Ρουσία ορτά πήαν ντετσ̑ού να πετάσ'νι (Στη Ρωσία λέει, πήγαν στη Ρωσία εκεί για να δουλέψουν στο ξάσιμο του μαλλιού ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
γ. Επιτασσόμενο σε τοπικούς προδιορισμούς λειτουργεί προσεγγιστικά Αξ., Μισθ., Φλογ. : Σου 'νταρά ορτά ντε ’νι ’να σπίτ’; (Προς τη ρεματιά δεν είναι ένα σπίτι; ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εγώ 'ς το κοσ̑έ ορτά (Εγώ (στεκόμουν) προς την γωνία ) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 'ς όλιος το καταβαίν τον τόπο ορτά (Προς την μεριά που κατεβαίνει ο ήλιος, δηλ. προς τα δυτικά ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Γύρ'σα δου σου ντουβάρ' ορτά (Την γύρισα προς την μεριά του τοίχου, να βλέπει τον τοίχο ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Νύφ' γύριζει ντου gώλου τ' σου πεχερό ορτά (Η νύφη γυρίζει τον κώλο της προς τη μεριά του πεθερού ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αβα̈λντάν σου μάνα μ' ορτά ντέ ράντσ̑α μέρα (Παλιά, όταν ήμουν στης μάνας μου, δεν είδα άσπρη μέρα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
δ. Επιτασσόμενο σε χρονικά ή ποσοτικά επιρρήματα, περίπου, κατά, προς Αξ., Ουλαγ., Σίλ. : Το βραΰ ορτά αμέ (Κατά το βράδυ πήγαινε ) Ουλαγ. -Κεσ. Λίγ’ ορτά (Σε λίγο ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βραντύν ορτά (Κατά το βράδυ ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
ε. Επιτασσόμενο σε προσδιορισμούς της καταγωγής Μισθ. : Απ’ του μάνα τ’ ορτά (Από την πλευρά της μάνας του ) -ΑΠΥ-Καρατσ. Απ' του πάππου μου ορτά λέω κανείνα δεν έχουμ' (Από τη μεριά του παππού μου, λέω, δεν έχουμε κανέναν ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Ως τροπικό επίρρημα, ευθέως, με παρρησία Γούρδ.
3. Φρόνιμα Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ. : Ορτά να έσταες γκαι με σε φάισε (Αν καθόσουν φρόνιμα δεν θα σε έδερνε) Ουλαγ. -Κεσ. Κάτσε ορτά, να κόψει ο παπάς τ’ αφτιά σου (Κάτσε φρόνιμα, ειδάλλως θα κόψει ο παπάς τα αφτιά σου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κάτσι ορτά μη σι κουπανήσου (Κάτσε φρόνιμα, μη σε κοπανήσω) Μισθ. -Κοτσαν. Ορτά στα! (Κάτσε φρόνιμα!) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Αν ντε κάτσ'νι ορτά Αχανάσ' να πάρου ου γουβράτσ' ... μι ου γουβράτς τιάλα κρούιξαν ντα πράμαδα (Αν δεν κάτσουνε καλά Θανάση θα πάρω τη βουκέντρα, τη βουκέντρα που χτυπάγανε τα γελάδια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βαριά :3, σορά
4. Όρθια, σωστά, από την σωστή πλευρά Φάρασ. : Ορτά μα εἶνται, είνdαι ξενάστρεφα (Δεν είναι όρθια-σωστά, είναι ανάποδα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μένα συ είσ̑ες με οφτά χρόνες ξενάστρεφα· ατός ήρτε τσ̑αι μετε'ύρτσε με ορτά (Εσύ με είχες εφτά χρόνια ανάποδα· αυτός ήρθε και με γύρισε σωστά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
β. Και μτφ., ορθά, σωστά Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ. : Ορτά γκιαλάιψις (μίλησες σωστά ) Μισθ. -Κοτσαν. Εκείνο ορτά είπεν ντα (Εκείνος τα είπε σωστά ) Φλογ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 14/06/2025