ορθά
(επίρρ.)
ορτά
[orˈta]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. ὀρθά, το οπ. από αρχ. επίρρ. ὀρθῶς ή από το επίθ. ὀρθός όπου και μεσν. τύπ. ὀρτός. Οι σημ. 1 και 2 μεσν. Η σημ. 3 αρχ. Η λ. και στην Απουλ. με τις σημ. 1 και 1α (βλ. Λεξ. Καραν., λ. ἀρτέα και Λεξ. Rohfls, λ. *ὀρθύς).
1. Για κίνηση, κατευθείαν, ίσια
ό.π.τ.
:
Κι εκείνο πήγε ορτά σο πεγάρ’ ομbρό και στάρη
(Κι εκείνος πήγε ίσια στο πηγάδι μπροστά και στάθηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πήγ' ορτά σις μιχτάροι τζ̑' είπεν ατό του είδε τό 'ργο
(Πήγε κατευθείαν στους προύχοντες και είπε το γεγονός που είδε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ατσ̑ιντότι η νύφη 'πο 'πιτσ̑εί πήνι ορτά σου παπά το σπίτι
(Τότε η νύφη από εκεί πήγε κατευθείαν στο σπίτι του παπά)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
ίσια
β.
Επιτασσόμενο σε προσδιορισμούς τόπου που δηλώνουν κίνηση προς κάποιον τόπο
Μισθ.
:
'στέρια παίρισκάν το τσι πηάισκά του σα μορμόρια ορτά και ψάλνισκαμ'
(Ύστερα το έπαιρναν (το λείψανο) και το πήγαιναν προς το νεκροταφείο, και ψέλναμε
)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Λέμ', ας κλώσουμ', ας πάμ' σου τοκάνι ορτά
(Λέμε ας γυρίσουμε, ας πάμε προς το μαγαζί
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
γ.
Επιτασσόμενο σε τοπικούς προδιορισμούς λειτουργεί προσεγγιστικά
Αξ., Μισθ.
:
Σου 'νταρά ορτά ντε ’νι ’να σπίτ’;
(Προς τη ρεματιά δεν είναι ένα σπίτι;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εγώ 'ς το κοσ̑έ ορτά
(Εγώ (στεκόμουν) προς την γωνία
)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
δ.
Επιτασσόμενο σε χρονικά ή ποσοτικά επιρρήματα, περίπου, κατά, προς
Αξ., Ουλαγ., Σίλ.
:
Το βραΰ ορτά αμέ
(Κατά το βράδυ πήγαινε
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Λίγ’ ορτά
(Σε λίγο
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Βραντύν ορτά
(Προς το βράδυ
˙
δειλινό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
ε.
Επιτασσόμενο σε προσδιορισμούς της καταγωγής
Μισθ.
:
Απ’ του μάνα τ’ ορτά
(Από την πλευρά της μάνας του
)
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ως τροπικό επίρρημα, ευθέως, με παρρησία
Γούρδ.
3. Ορθά, σωστά
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
:
Ορτά γκιαλάϊψις
(μίλησες σωστά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εκείνο ορτά είπεν ντα
(Εκείνος τα είπε σωστά)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
καλός, ορθούτσικα, ιράστα
4. Φρόνιμα
Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ορτά να έσταες γκαι με σε φάισε
(Φρόνιμα να στεκόσουν και να μη σε έδερνε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κάτσε ορτά, να κόψει ο παπάς τ’ αφτιά σου
(Κάτσε φρόνιμα, ειδάλλως θα κόψει ο παπάς τα αφτιά σου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κάτσι ορτά μη σι κουπανήσου
(Κάτσε φρόνιμα, μη σε κοπανήσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βαριά :3, σορά