ίσια
(επίρρ.)
γίσα
[ˈʝisa]
Μισθ., Τσαρικ.
γίσ̑α
[ˈʝiʃa]
Μισθ.
Από το νεότ. επίρρ. ἴσια (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το επίθ. ίσιος, όπου και τύπ. γίσου, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Για κίνηση, ίσια, ευθεία
ό.π.τ.
:
Πήρι στράdα, ερόδουν γίσα απάνου μ'
(Πήρε δρόμο, ερχόταν ίσια καταπάνω μου)
Μισθ.
-Φατ.
Δετσού γίσα αν πας, 'ς ατό του μπαΐρ'
(Εκεί ίσια να πας, σ' αυτό το ύψωμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Οπίσ' χες ντε ρανούν, γίσα ομbρό φέγ'νι
(Πίσω δεν κοιτούν καθόλου, ίσια μπροστά φεύγουν)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ορθά