ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ίσια (επίρρ.) γίσα [ˈʝisa] Μισθ., Τσαρικ. γίσ̑α [ˈʝiʃa] Μισθ. Από το νεότ. επίρρ. ἴσια (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το επίθ. ίσιος, όπου και τύπ. γίσου, και το παραγωγ. επίθμ..
Για κίνηση, ίσια, ευθεία ό.π.τ. : Πήρι στράdα, ερόδουν γίσα απάνου μ' (Πήρε δρόμο, ερχόταν ίσια καταπάνω μου) Μισθ. -Φατ. Δετσού γίσα αν πας, 'ς ατό του μπαΐρ' (Εκεί ίσια να πας, σ' αυτό το ύψωμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Οπίσ' χες ντε ρανούν, γίσα ομbρό φέγ'νι (Πίσω δεν κοιτούν καθόλου, ίσια μπροστά φεύγουν) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ορθά