ίρζι
(ουσ. ουδ.)
ίρζι̂
[ˈirzɯ]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. ίρζι (Mackridge 2021: 30, 76, 115), το οπ. από το τουρκ. ουσ. ırz = α) αγνότητα, παρθενία β) τιμή, υπόληψη. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Τιμή
:
Το ίρζı, το νισ̑τσ̑ά και το λερό 'πόμ'ναν μıταπι̂́κ
(Η τιμή, η φωτιά και το νερό έκαναν συμφωνία)
Αραβαν.
-Φωστ.