ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιραχατλούς (επίθ.) ιραχατ͑λούς [iraxatʰˈlus] Αφσάρ. ιρεχατ͑λούς [irexatʰˈlus] Φάρασ. Θηλ. ιραχατ͑λούσα [iraxatʰˈlusa] Αφσάρ. ιρεχατ͑λούσα [irexatʰˈlusa] Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. rahatlu = άνετος, ήσυχος. Πβ. ραχάτι
Ήσυχος ό.π.τ.