ιραχατλούς
(επίθ.)
ιραχατ͑λούς
[iraxatʰˈlus]
Αφσάρ.
ιρεχατ͑λούς
[irexatʰˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ιραχατ͑λούσα
[iraxatʰˈlusa]
Αφσάρ.
ιρεχατ͑λούσα
[irexatʰˈlusa]
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. rahatlu = άνετος, ήσυχος.
Πβ.
ραχάτι
Ήσυχος
ό.π.τ.