μιλαγίμ
(επίθ.)
μιλαγίμ
[milaˈʝim ]
Μαλακ.
Πληθ.
μελαγίμια
[melaˈʝimɲa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. mülayim = καλόβολος, πράος.