μιλιούνι
(αριθμ.)
μιλιούν'
[miˈʎun]
Αραβαν.
μιλιόνι
[miˈʎoni]
Φάρασ.
μιλιόν'
[miˈʎon]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
μιλιόνα
[miˈʎona]
Αφσάρ.
Πληθ.
μιλιούνια
[miˈʎuɲa]
Σινασσ.
μιλιόνια
[miˈʎoɲa]
Αξ.
μιλόνια
[miˈloɲa]
Μισθ.
μελαγούνια
[melaˈɣuɲa]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. μιλιούνι, πβ. Μαθ. Πίναξ 1.8 «Περὶ τοῦ πῶς ἔστι ἐκθῆναι ψήφους δηλωτικὰς μέχρι χιλιάδας χιλιάδων ἅπερ παρὰ λατίνοις καλοῦνται μιλλιούνια». Ο τύπ. μιλιόνια νεότ. Πβ. και τουρκ. milyon (< γαλλ. million).
1. Eκατομμύριο
ό.π.τ.
:
Ντυό μιλιόνια
(Δύο εκατομμύρια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Ειδικότ., μεγάλο πλήθος (κυρ. αστεριών)
Μισθ.
:
|| Φρ.
Σ̑ίλια μελαγούνια
(Χίλιες μυριάδες˙ τεράστια, άπειρη ποσότητα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.