μινικλόρι
(ουσ. ουδ.)
μινικλόρ'
[miniˈklor]
Αραβαν., Γούρδ.
Πιθ. συνδέεται με το λατιν. ουσ. millefolium = μυριόφυλλο, το φυτό αγριαψινθιά, πβ. Διοσκ. Ὕλ. ἰατρ. 3.138 «οἱ δὲ ἄνθος πεδινόν, Ῥωμαῖοι σῶλις ὄκουλουμ, οἱ δὲ μιλλεφόλιουμ». Το φυτωνύμιο έχει και την μορφή milleflorium. Πβ. νεότ. μιφόλιο (Μηνάς 2012: 74, 262). Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η σύνδεση με κάποιο φυτωνύμιο σε -χλώριον ή με το μεσν. ουσ. κλόρε, κλόρι= χρώμα (< ιταλ. colore).
Ραδίκι
ό.π.τ.
:
Τα μινικλόρια τόσο πολύ πικρά ‘νται που στο στόμα σου δεν μπορείς να τα πάρεις
(Τα ραδίκια είναι τόσο πολύ πικρά που δεν μπορείς να τα βάλεις στο στόμα σου)
Γούρδ.
-Καράμπ.