μιντέρι
(ουσ. ουδ.)
μινdέρι
[minˈderi]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ.
μινdέρ'
[minˈder]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
μινdα̈́ρι
[minˈdæri]
Αφσάρ.
μιντσέρ'
[minˈtser]
Φλογ.
Πληθ.
μινdέρια
[minˈderʝa]
Αραβ.
μινdέρε
[minˈdere]
Φάρασ.
μινdέρα
[minˈdera]
Τσουχούρ.
μινdάρια
[minˈdarʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. minder (< περσ. nīmdār) = μαξιλάρα, στρώμα. Πβ. και νεότ. μεντέρι (Καλλίν. Ἐπιστ. 4.667 «εἰς ἔδαφος καὶ τοίχους του κ’ εἰς τὰ μεντέριά του καὶ εἰς τὰς μαξιλάρας του, τάχτι, φακιόλιά του»). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Πλακέ υφασμάτινο μαξιλάρι, σαν λεπτό στρωματάκι, πάνω στο οποίο κάθονται
ό.π.τ.
:
Μινdέρε, νιστία τζ̑οὔχαν
(Μαξιλάρες δεν είχαν, τζάκι δεν είχαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Απ’κάτω άπλωσεν τρία τέσσερα μινdάρια
(Από κάτω άπλωσε τρία τέσσερα μαξιλάρια)
Αξ.
-Dawk.
Που ερχούσαν οι άντροι μας από τη Πόλη, στρώνισκαν εκεί τα μινdέρια και γλενdούσαν
(Όταν έρχονται οι άντρες μας από την πόλη, έστρωναν εκει (ενν. στην ύπαιθρο όπου τους υποδέχονταν) τα μιντέρια και γλεντούσαν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
Το μισημέρ’ να θέτσει το σουφρά τα μιντέρα το φαΐ να κάτσουνι τσ̑ίπ τουν να φάνι
(Το μεσημέρι να βάλει τον σοφρά, τα μαξιλάρια, το φαΐ, να κάτσουνε όλοι μαζί να φάνε)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σάμου σ̑ονίσκινι, παίρκανι το μιντέρι, το πόστι, θεγκνείγκαν τα σην παρκαμίνα μπρο, καθούσαντι τσ̑αι λέγκανι μεσελέδα
(Ὀταν χιόνιζε παίρνανε το κιλίμι, την προβιά, τα έβαζαν μπροστά στο τζάκι, κάθονταν και λέγανε ιστορίες)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τα τσιγίρια τσιγίρια το σάλ' τα φάνισκαμ' για τα μιντέρια, τα μιτίλια, τα στρώσια και για πισκεβαλάις
(Τα ριγέ υφάσματα τα υφαίναμε για τις μαξιλάρες, τα παπλώματα, τα στρωσίδια και για μαξιλάρια-προσκέφαλα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Η νύφη να 'φκώσει τα μινdέρα σην παρκαμίνα μπρο να κάτσουνι τα 'δρά οι νομάτοι
(Η νύφη έπρεπε να βάλει μαξιλάρες στο τζάκι μπροστά να κάτσουν οι ηλικιωμένοι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Κατ' επέκτ., χαμηλό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου
Φάρασ.
:
'πνώνκιν σο μινdέρι κοντά σην παρκαμίνα
(Κοιμόταν στο μιντέρι δίπλα στο τζάκι)
Φάρασ.
-Παπαδ.