μιλλέτι
(ουσ. ουδ.)
μιλ-λέτ͑ι
[milˈletʰi]
Αφσάρ., Φάρασ.
μιλλέτι
[miˈleti]
Φάρασ.
μιλ-λιέτ͑ι
[miʎˈʎetʰi ]
Αφσάρ.
μιλ- λα̈́τ͑ι
[milˈlætʰi]
Αφσάρ.
μιλλέτ’
[miˈlet]
Αραβ., Μισθ.
μιλλάτ’
[miˈlat]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. millet (< αραβ. milla(t)) = έθνος.
1. Έθνος
ό.π.τ.
:
Θέγω να ποίκ' σο μιλλέτι σου πουά καοσύνες
(Θέλω να κάνω στο έθνος σου πολλές ευεργεσίες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εκείνα αφού ντεν αγκλάιζαν, Τούρτσ̑΄ χαϊβάν μιλλέτ ήταν λέει
(Εκείνοι αφού δεν καταλάβαιναν, οι Τούρκοι χαζό έθνος ήταν λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Μοιράσταν ’στέρ’ οι γουώσσες τα μιλ-λέτ͑ε
(Μοιράστηκαν έπειτα οι γλώσσες και τα έθνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
(Μοιράστηκαν έπειτα οι γλώσσες και τα έθνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
2. Σόι, οικογένεια
Μισθ.
:
Έχεις μεγάλο μιλλέτ';
(Έχεις μεγάλη οικογένεια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έχ̇εις μιλλέτ' σου Ρουσία;
(Έχεις σόι στη Ρωσία;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου μιλλάτ’ ούλου μπιουριούκ'σι τσ̑αού σ’ Αγιονέρ’
(Όλη η οικογένεια συγκεντρώθηκε εδώ στο Αγιονέρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τίαλα ήρτι τεμέαρ' ντου μιλλέτ' απ' ντου Μισ̑τί;
(Πώς ήρθαν οι δικοί μας από το Μιστί;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Κόσμος, κοσμάκης, όχλος
Αραβ., Φάρασ.
:
Εεεεε, μιλλέτ'!
(Εεεε κόσμε! (ενν. ακούστε))
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.