μινασικλί
(επίθ.)
μινασ̑ικλί
[minaʃiˈkli]
Τροχ.
Αγν. ετυμ. Πιθ. από το επίθ. μινασίπι και αναλογ. προς άλλα επίθ. σε -κλί. Εναλλακτικά θα μπορούσε να σχετίζεται με το τουρκ. ουσ. menasik, πληθ. του ουσ. mensek/mensik = α) θρησκευτικό ον β) ευσέβεια, αφοσίωση γ) ειδικότ., θρησκευτική λατρεία δ) θρησκευτικές τελετές ειδικά κατά το προσκύνημα στη Μέκκα (Redhouse).
Περιποιημένος
:
Μινασ̑ικλί ιντσάνος
(Περιποιημένος άνθρωπος)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ντρανώ :1, παστρικός :2, Αντίθ
αζώσταρος :2
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025