ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μινασικλί (επίθ.) μινασ̑ικλί [minaʃiˈkli] Τροχ. Αγν. ετυμ. Πιθ. από το επίθ. μινασίπι και αναλογ. προς άλλα επίθ. σε -κλί. Εναλλακτικά θα μπορούσε να σχετίζεται με το τουρκ. ουσ. menasik, πληθ. του ουσ. mensek/mensik = α) θρησκευτικό ον β) ευσέβεια, αφοσίωση γ) ειδικότ., θρησκευτική λατρεία δ) θρησκευτικές τελετές ειδικά κατά το προσκύνημα στη Μέκκα (Redhouse).
Περιποιημένος : Μινασ̑ικλί ιντσάνος (Περιποιημένος άνθρωπος) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ντρανώ :1, παστρικός :2, Αντίθ αζώσταρος :2
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025