μινασικλί
(επίθ.)
μινασ̑ικλί
[minaʃiˈkli]
Τροχ.
Αγν. ετυμ. Πιθ. από το επίθ. μινασίπι και αναλογ. προς άλλα επίθ. σε -κλί.
Περιποιημένος
:
Μινασ̑ικλί ιντσάνος
(Περιποιημένος άνθρωπος)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ντρανώ :1, παστρικός :2, Αντίθ
αζώσταρος :2
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025