μιρί (I)
(ουσ. αρσ.)
μιρί
[miˈri]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. μιρί (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 5.7.1 «μὲ χιλίους πεντακοσίους μιρὶ λεβέντηδαις τοῦ ῥετζέπη»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. mir = αρχηγός.
Κύριος, αφέντης
Σινασσ.