ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισιαρλαντίζω (ρ.) μισ̑αρλανdίζω [miʃarlanˈdizo] Μισθ. μισ̑έρλεdίζω [miʃerleˈdizo] Μαλακ. μισ̑έρλετίζω [miʃerleˈtizo] Μαλακ. Από το επίθ. μισιάρι, όπου και τύπ. μισ̑άρ’, μισ̑έρ, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω, ίσως και αναλογ. προς τις τουρκ. δομές yarılanmak = είμαι ημιτελής (αόρ. yarılandı) και yarılamak = φτάνω στη μέση (αόρ. yarıladı).
1. Αμτβ., μισοαδειάζω ό.π.τ. : || Φρ. Μάνα ντου ζ̑υμάρι σ’ απ’ του σκεφί με μισ̑αρλανdίσ’ (Μάνα, το ζυμάρι από την σκάφη να μη μείνει μισό˙ το έλεγε η κόρη ως παράπονο όταν δεν της άρεσε ο άντρας που της διάλεξαν να παντρευτεί) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Μτβ,, υπό τον τύπ. μισ̑έρλετίζω, μισοαδειάζω κάτι Μαλακ.