μισιαρλαντίζω
(ρ.)
μισ̑αρλανdίζω
[miʃarlanˈdizo]
Μισθ.
μισ̑έρλεdίζω
[miʃerleˈdizo]
Μαλακ.
μισ̑έρλετίζω
[miʃerleˈtizo]
Μαλακ.
Από το επίθ. μισιάρι, όπου και τύπ. μισ̑άρ’, μισ̑έρ, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω, ίσως και αναλογ. προς τις τουρκ. δομές yarılanmak = είμαι ημιτελής (αόρ. yarılandı) και yarılamak = φτάνω στη μέση (αόρ. yarıladı).
1. Αμτβ., μισοαδειάζω
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Μάνα ντου ζ̑υμάρι σ’ απ’ του σκεφί με μισ̑αρλανdίσ’
(Μάνα, το ζυμάρι από την σκάφη να μη μείνει μισό˙ το έλεγε η κόρη ως παράπονο όταν δεν της άρεσε ο άντρας που της διάλεξαν να παντρευτεί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Μτβ,, υπό τον τύπ. μισ̑έρλετίζω, μισοαδειάζω κάτι
Μαλακ.