μισίρι
(ουσ. ουδ.)
μι̂σι̂́ρι
[mɯˈsɯri]
Σίλ.
μισίρι
[miˈsiri]
Φάρασ.
μισίρ'
[miˈsir]
Αξ., Σινασσ., Φλογ.
μισ̑ίρ’
[miˈʃir]
Μισθ.
μουσούρ'
[muˈsur]
Μισθ.
Πληθ.
μισίρια
[miˈsirʝa]
Σινασσ.
Θηλ.
μι̂σι̂ριά
[mɯsɯˈrʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. mısır = καλαμπόκι. Η σημ. ‘γαλοπούλα' από την φρ. mısır tavuğu = κότα της Αιγύπτου.
1. Kαλαμπόκι
Αξ., κ.α., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Σπέριξαμ' μουσούρ' ντετσ̑ού που είχιν λερό
(Σπέρναμε καλαμπόκι εκεί που είχε νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έν' gαό να φάμε μισίρι
(Είναι καλό να φάμε καλαμπόκι, ενν. στην γιορτή του Αγ. Ανδρέα)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Kρέουμ' να πάμ' να τσαπίσουμ' δου μουσ̑ούρ'
(Θέλουμε να πάμε να τσαπίσουμε το καλαμπόκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πότιζαμ' μπαμπάτσ̑', φέριξαμ' ξερικό μπαμπάτσ̑, ξερικό μουσ̑ούρ'
(Ποτίζαμε το βαμβάκι, φέρναμε ξερικό μπαμπάκι, ξερικό καλαμπόκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσι σου μουσούρ' μέσα χέκιξα τσι λίου ναγγιριώνα
(Και μέσα στα καλαμπόκια έβαζα και μιά μικρή καλλιέργεια καρπουζιών)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το νηστικόν ντo ‘ρνίθι θωρεί σον ύπνον ντoυ μισίρι
(Η νηστική κότα βλέπει στον ύπνο της καλαμπόκι˙ όποιος στερείται κάτι, το επιθυμεί έντονα και το έχει συνεχώς στην σκέψη του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Συνεκδοχ., ψωμί από καλαμπόκι
Φάρασ.
2. Kολοκύθι
Σινασσ.
:
|| Φρ.
Μισιριού γούτσ̑α
(Κολοκύθας κουκούτσια˙ κολοκυθόσποροι)
Σινασσ.
-Βλασ.
3. Γαλοπούλα
Αξ., Μισθ., Σίλ.
:
Κατακώλα ντα μουσούρια απ΄του μπαχτσ̑ά
(Διώξε τις γαλοπούλες από τον κήπο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
4. Ως τοπων., η Αίγυπτος
ό.π.τ.