ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισίρι (ουσ. ουδ.) μι̂σι̂́ρι [mɯˈsɯri] Σίλ. μισίρι [miˈsiri] Φάρασ. μισίρ' [miˈsir] Αξ., Σινασσ., Φλογ. μισ̑ίρ’ [miˈʃir] Μισθ. μουσούρ' [muˈsur] Μισθ. Πληθ. μισίρια [miˈsirʝa] Σινασσ. Θηλ. μι̂σι̂ριά [mɯsɯˈrʝa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. mısır = καλαμπόκι. Η σημ. ‘γαλοπούλα' από την φρ. mısır tavuğu = κότα της Αιγύπτου.
1. Kαλαμπόκι Αξ., κ.α., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Σπέριξαμ' μουσούρ' ντετσ̑ού που είχιν λερό (Σπέρναμε καλαμπόκι εκεί που είχε νερό) Μισθ. -Κοτσαν. Έν' gαό να φάμε μισίρι (Είναι καλό να φάμε καλαμπόκι, ενν. στην γιορτή του Αγ. Ανδρέα) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Kρέουμ' να πάμ' να τσαπίσουμ' δου μουσ̑ούρ' (Θέλουμε να πάμε να τσαπίσουμε το καλαμπόκι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πότιζαμ' μπαμπάτσ̑', φέριξαμ' ξερικό μπαμπάτσ̑, ξερικό μουσ̑ούρ' (Ποτίζαμε το βαμβάκι, φέρναμε ξερικό μπαμπάκι, ξερικό καλαμπόκι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσι σου μουσούρ' μέσα χέκιξα τσι λίου ναγγιριώνα (Και μέσα στα καλαμπόκια έβαζα και μιά μικρή καλλιέργεια καρπουζιών) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Το νηστικόν ντo ‘ρνίθι θωρεί σον ύπνον ντoυ μισίρι (Η νηστική κότα βλέπει στον ύπνο της καλαμπόκι˙ όποιος στερείται κάτι, το επιθυμεί έντονα και το έχει συνεχώς στην σκέψη του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Συνεκδοχ., ψωμί από καλαμπόκι Φάρασ.
2. Kολοκύθι Σινασσ. : || Φρ. Μισιριού γούτσ̑α (Κολοκύθας κουκούτσια˙ κολοκυθόσποροι) Σινασσ. -Βλασ.
3. Γαλοπούλα Αξ., Μισθ., Σίλ. : Κατακώλα ντα μουσούρια απ΄του μπαχτσ̑ά (Διώξε τις γαλοπούλες από τον κήπο) Μισθ. -Κοτσαν.
4. Ως τοπων., η Αίγυπτος ό.π.τ.