ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Μιστιώτης (ουσ. αρσ.) Μιστιώτης [miʹstçotis] Ποτάμ., Τελμ. Μισ̑τιώτ' [miˈʃtçot] Ανακ. Μισ̑ώτης [miˈʃotis] Μισθ., Μπέηκ., Τσαρικ. Από το τοπων. Μισθί και το επίθμ. -ιώτης.
Αυτός που κατοικεί στο Μιστί ή κατάγεται από αυτό : Ένα μέρα ράν'σα ένα Μισ̑ώτης, «Ντέη, πού να πας;» (Μια μέρα είδα ένα Μιστιώτη, «Θείο, πού πας;") Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Μισ̑ώτ’ τσ̑ειόδαν γκιοβανταλούια (Οι Μιστιώτες ήταν σωματώδεις) Μισθ. -Κοτσαν. Μισ̑ώτ', είπα σι, ιμείς απενανdάλλου αν τσ̑είμιστι ντεν χωνιβιέμιστι (Οι Μιστιώτες, σου είπα, εμείς αν είμαστε μεταξύ μας δεν χωνευόμαστε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Στρώματα και παπλώματα ράφτ’σκάν τα οι Μιστιώτοι (Στρώματα και παπλώματα τα έρραβαν οι Μιστιώτες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.