Μιστιώτης
(ουσ. αρσ.)
Μιστιώτης
[miʹstçotis]
Ποτάμ., Τελμ.
Μισ̑τιώτ'
[miˈʃtçot]
Ανακ.
Μισ̑ώτης
[miˈʃotis]
Μισθ., Μπέηκ., Τσαρικ.
Από το τοπων. Μισθί και το επίθμ. -ιώτης.
Αυτός που κατοικεί στο Μιστί ή κατάγεται από αυτό
:
Ένα μέρα ράν'σα ένα Μισ̑ώτης, «Ντέη, πού να πας;»
(Μια μέρα είδα ένα Μιστιώτη, «Θείο, πού πας;")
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Μισ̑ώτ’ τσ̑ειόδαν γκιοβανταλούια
(Οι Μιστιώτες ήταν σωματώδεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μισ̑ώτ', είπα σι, ιμείς απενανdάλλου αν τσ̑είμιστι ντεν χωνιβιέμιστι
(Οι Μιστιώτες, σου είπα, εμείς αν είμαστε μεταξύ μας δεν χωνευόμαστε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Στρώματα και παπλώματα ράφτ’σκάν τα οι Μιστιώτοι
(Στρώματα και παπλώματα τα έρραβαν οι Μιστιώτες)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.