μιστιώτικος
(επίθ.)
μιστιώτ'κο
[misˈtçotko]
Αξ.
μισ̑ώτικου
[miˈʃotiku]
Μισθ.
μισ̑ώτ'κου
[miˈʃotku]
Μισθ.
Από το ουσ. Μιστιώτης και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
1. Ο προερχόμενος με ή σχετιζόμενος με το Μιστί
ό.π.τ.
:
Φαίδωνας ντέ ’νι μισ̑ώτικου κ'λάτσ̑’, γερλού ’ νι
(Ο Φαίδωνας δεν είναι μιστιώτικο παιδί, είναι ντόπιο, ελλαδίτης)
Μισθ.
-Φατ.
Πήρι μας απ' του Σελενίτσ' ένα μισ̑ώτικο πάλ' αμάξ̑'
(Μας πήρε απ' την Θεσσαλονίκη ένα μιστιώτικο πάλι αμάξι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντεξ̑ά-αριστερά, ατούρα όλα μισ̑ώτικα χωριά 'νι
(Δεξιά-αριστερά, αυτά όλα είναι χωριά με πρόσφυγες από το Μιστί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
2. Το ουδ. ως ουσ. στον πληθ., το ιδίωμα του Μιστιού
Μισθ.
:
Θα το λέμε στα μισ̑ώτικα, δηλαδή 'ς τ' εμέορ' γλώσσα
(Θα το λέμε στα μιστιώτικα, δηλ. στην δική μας γλώσσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ατό γιαΐ γκαλαdζεύ' 'σόνι τα καλά τα μισ̑ώτικα;
(Αυτός γιατί μιλά τόσο καλά τα μιστιώτικα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μισ̑ώτικα πώς τα λέιξαν;
(Πώς τα έλεγαν αυτά στα μιστιώτικα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να μι λες μισ̑ώτικα, ανγκλαΐζου
(Να μου μιλάς μιστιώτικα, καταλαβαίνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σου κλάψιμου λέιξαν ούλου μισ̑ώτικα, κλαίιξαν μισ̑ώτικα
(Στα μοιρολόγια τα έλεγαν όλα στα μιστιώτικα, θρηνούσαν στα μιστιώτικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ