μίτια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
μίτια
[ˈmitça]
Φλογ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. mut = α) ευτυχία β) τύχη γ) ως διαλεκτ. σημ., ό,τι έχει κερδηθεί χωρίς εργασία ή χρήματα (Tietze 2019, λ. mut III).