μιχ
(ουσ. ουδ.)
μι̂χ
[mɯx]
Αξ., Δίλ., Τροχ.
μουχ
[mux]
Αξ., Μισθ.
Πληθ.
μούχγια
[ˈmuxʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. mıh, όπου και διαλεκτ. τύπ. muh = α) καρφί β) ξυλόκαρφο.
2. Ειδικότ., καρφοπέταλο
Δίλ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025