μιχ
(ουσ. ουδ.)
μι̂χ
[mɯx]
Αξ., Δίλ., Τροχ.
μουχ
[mux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. mıh, όπου και διαλεκτ. τύπ. muh = α) καρφί, β) ξυλόκαρφο.
2. Ειδικότ., καρφοπέταλο
Δίλ.