μνήμα
(ουσ. ουδ.)
μνήμα
[ˈmnima]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ.
νήμι
[ˈnimi]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. μνῆμα.
1. Μνήμα
ό.π.τ.
:
Πεγάισκαμ' σο μνήμα του και ρίχνισκαμ' αγιασμός
(Πηγαίναμε στον τάφο και ρίχναμε αγιασμό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τζ̑ο πορείνκαν ν' dα κατεβάσουνι σο μνήμα
(Δεν μπορούσαν να την κατεβάσουν στο μνήμα)
Τσουχούρ.
-VLACH
'ς ένα νήμι να μας πουχώσουνε
(Στο ίδιο μνήμα θα μας θάψουν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Αν ήρτε παπάς και δε σηκώθη, δεν έλιωνε σο μνήμα το κώλο τ’
(Αν ερχόταν παπάς και δεν σηκωνόταν κάποιος από σεβασμό, δεν έλιωνε στο μνήμα ο κώλος του)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Ξέβην μπουτούν ασ’ σο μνήμα
(Βγήκε ολόκληρος, ακέραιος, από το μνήμα˙ για νεκρό που δεν είχε αποσυντεθεί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ἀγιο μνήμα
(Άγιο μνήμα˙ άγιο βήμα)
Ποτάμ., Τροχ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Από τα μνήματα καλό ντε ’ναι να μεις ντο σπίτι σ'
(Aπό τα μνήματα δεν είναι καλό να μπεις στο σπίτι σου˙ μετά την ταφή, σύμφωνα με την δοξασία, πρέπει να μπεις σε τρια σπίτια πριν μπεις στο δικό σου)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Σεράντα μέρες του λοχούσας το μνήμα έν’ ανοιχτό
(Σαράντα μέρες της λεχώνας, το μνήμα είναι ανοιχτό˙ για τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η λεχώνα τις πρώτες 40 μέρες μετά τον τοκετό)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Ακούει το μνήμα, Παναγιά μου, ακούει το μνήμα και βογγά και βαρύ αναστενάζει
(ακούει το μνήμα, Παναγιά μου, ακούει το μνήμα και βογγά και βαριά αναστενάζει)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
μνημόρι :1
2. Ειδικότ., το μνήμα της Αγίας Μακρίνας στην Αξό
Αξ.