μοθόπωρο
(ουσ. ουδ.)
μοθόπωρο
[moˈθoporo]
Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
μοθόπωρου
[moˈθoporu]
Μαλακ.
μοθόπωρ'
[moˈθopor]
Σίλατ.
μοχόπωρο
[moˈxoporo]
Σεμέντρ.
μοχιόπωρο
[moˈçoporo]
Αξ.
μουχόπωρου
[muˈxoporu]
Μισθ., Τσαρικ.
μοτόπωρο
[moˈtoporo]
Φερτάκ.
μορόπωρο
[moˈroporo]
Αραβαν., Γούρδ.
μαθόπωρο
[maˈθoporo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
μαθόπρου
[maˈθopru]
Φάρασ.
μοθόπωρος
[moʹθoporos]
Φλογ.
μοχιόπωρος
[moʹçoporos]
Φλογ.
μαθόπωρος
[maˈθoporos]
Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
μπορόπωρο
[boˈroporo]
Αραβαν.
μοέπ'ρο
[moˈepro]
Ουλαγ.
Από το αρχ. ουσ. μετόπωρον, όπου και μεταγν. τύπ. μεθόπωρον.
Φθινόπωρο
ό.π.τ.
:
Του μαθοπώρου οι βρεσ̑ές
(Οι βροχές του φθινοπώρου, τα πρωτοβρόχια)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Nτου μουχώπουρου, τουν βρέχ', βγαίνει ντα φούσκαρις
(Tο φθινόπωρο, όταν βρέχει, βγαίνουν τα σαλιγκάρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρόβ’ σπέριξαμ’ ντου μουχόπωρου
(Ρόβι σπέρναμε το φθινόπωρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έριται το μοθόπωρος, κοντεύ' σ̑ειμός
(Έρχεται το φθινόπωρο, πλησιάζει ο χειμώνας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
’αμναίνουμε την άνοιξη τζαι το μαθόπωρο τα χωράφια τουν
(Οργώνουμε την άνοιξη και το φθινόπωρο τα χωράφια τους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Εμbρό το Μαθόπωρο σαμού α μπούμε σο σ̑ειμό σαμού κατεβαίνκαμε ’ς τον αϊλά
(Στην αρχή του φθινοπώρου, όταν μπαίνουμε στον χειμώνα, τότε κατεβαίναμε από το θερινό βοσκοτόπι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ατό τ’ αλισβερίσι ’ινούτουνι τάιμα την άνοιξη τζαι ’πομέγκαν οι τσομπάνοι χως το μαθόπωρο
(Αυτές οι δοσοληψίες γινόταν πάντα την Άνοιξη και οι τσομπάνηδε παρέμεναν ως το φθινόπωρο)
|| Παροιμ.
'απομείν' το παχάρι, 'α πομείν' την άνοιξη, 'α πομείν' το μαθόπωρο· το σ̑ειμώ πού 'α υπάς; Ἀ κώσ', 'α κώσ', πάλι σε μας ἀ ναρτείς
(Θα κάνεις υπομονή την άνοιξη, θα κάνεις υπομονή το καλοκαίρι, θα κάνεις υπομονή το φθινόπωρο· τον χειμώνα πού θα πας; Θα γυρίσεις, θα γυρίσεις, πάλι σε μας θα έρθεις˙ για εκείνους που παρατούσαν τους φίλους τους και στη συνέχεια η ανάγκη τους ξανάφερνε σ' αυτούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.