μοιραστής
(ουσ. αρσ.)
μοιραστσ̑ής
[miraˈstʃis]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. μοιραστής = α) αυτός που διαιρεί β) ως όρος των μαθηματικών, διαιρέτης, το οπ. από το ρ. μοιράζω και το παραγωγ. επίθμ. -της.
Αυτός που μοιράζει
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025