ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μόμπιλo (ουσ. ουδ.) μόbιλου [ˈmobilu] Σίλ. μόbελου [ˈmobelu] Σίλ. Πληθ. μόbιλα [ˈmobila] Σινασσ. μόμιλα [ˈmomila] Μαλακ., Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. μόμπιλε, όπου και νεότ. τύπ. μόμπελε, το οπ. από το ιταλ. /βεν. mobile, όπου και ιταλ. διαλεκτ. τύπ. mobele). Πβ. και τουρκ. mobilya.
Έπιπλo ό.π.τ. : Σαυρινή μέρα μισαφίρης 'γοράν̑ν̑ει νϋά μόbελα (Την επόμενη μέρα ο μουσαφίρης αγοράζει μερικά έπιπλα) Σίλ. -Dawk.