μόμπιλo
(ουσ. ουδ.)
μόbιλου
[ˈmobilu]
Σίλ.
μόbελου
[ˈmobelu]
Σίλ.
Πληθ.
μόbιλα
[ˈmobila]
Σινασσ.
μόμιλα
[ˈmomila]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. μόμπιλε, όπου και νεότ. τύπ. μόμπελε, το οπ. από το ιταλ. /βεν. mobile, όπου και ιταλ. διαλεκτ. τύπ. mobele). Πβ. και τουρκ. mobilya.
Έπιπλo
ό.π.τ.
:
Σαυρινή μέρα μισαφίρης 'γοράν̑ν̑ει νϋά μόbελα
(Την επόμενη μέρα ο μουσαφίρης αγοράζει μερικά έπιπλα)
Σίλ.
-Dawk.