ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μονάζω (ρ.) μονάζω [moˈnazo] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. μονάζω = είμαι ή ζω μόνος. Πβ. μονή
1. Αμτβ., για ζώα, παραμένω κάπου για βοσκή : Σήμερο τα ‘ίδε ’α μονάσουν σου Παλακτσή τον τόπα (Σήμερα τα γίδια θα μείνουν για βοσκή στο χωράφι του Παλακτσή) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β
2. Μτβ., οδηγώ ζώα σε κάποιον τόπο για βοσκή Φάρασ. : Οι τσοπάνοι μονάσκαν τα ‘ίδε τσ̑αι τα γιάδε στα χωράφε (Οι τσομπάνοι έβαζαν για βοσκή τα γίδια και τα γελάδια στα χωράφια) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Σώρεψεν ντα 'ς εν στσ̑άιδι ν’dα μονάσει (Τα μάζεψε σε μιά σκιά για να βοσκήσουν, ενν. τα γίδια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.