μόρι
(επίθ.)
μόρι
[ˈmori]
Σίλ.
μόρ'
[mor]
Ανακ., Σίλ.
Aπό το τουρκ. επίθ. mor = 1) μωβ 2) σκούρο καφετί. Η λ. και Πόντ.
1. Μελανιασμένος
Σίλ.
2. Για τρίχωμα προβάτου, σκούρο καφετί
Ανακ.