ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μόρι (επίθ.) μόρι [ˈmori] Σίλ. μόρ' [mor] Ανακ., Σίλ. Aπό το τουρκ. επίθ. mor = α) μωβ β) σκούρο καφετί.
1. Μελανιασμένος Σίλ.
2. Για τρίχωμα προβάτου, σκούρο καφετί Ανακ.