μορμορόχειλο
(ουσ. ουδ.)
μορμοδόσ̑ειλο
[mormoˈðoʃilo]
Φλογ.
Aπό τα ουσ. μνημόρι, όπου και τύπ. μορμόδ', και χείλος, και το παραγωγ. επίθμ. -ο.
Το χείλος του τάφου