μουγατσίρης
(ουσ. αρσ.)
μουγατσ̑ίρης
[muɣaˈtʃiris]
Φάρασ., Φλογ.
μουχατζίρης
[muxaˈdziris]
Μισθ.
μουχατζίρ'
[muxaˈdzir]
Μαλακ., Φλογ.
μουατσ̑ίρ'
[muaˈtʃir]
Φάρασ., Φλογ.
μαντζούρ’
[manˈdzur]
Μισθ.
Θηλ.
μουγατσ̑ίρτσ̑α
[muɣaˈtʃirtʃa]
Φάρασ.
μουατσ̑ίρτσ̑α
[muaˈtʃirtʃa]
Φάρασ.
Πληθ.
ματζούρια
[madzuˈrʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. muhacir = πρόσφυγας, όπου και διαλεκτ. τύπ. mahacir, macur, macir (THADS, λ. mâcur I, Tietze 2019, λ. macir, muhacir).
Πρόσφυγας
ό.π.τ.
:
Ασ' το Ελλάδα σηκώθηκαν κι ήρταν άλλα Τούρκ', μουχαdζίρ'
(Από την Ελλάδα σηκώθηκαν κι ήρθαν άλλοι Τούρκοι, πρόσφυγες)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Απ' εκείνο ύστερα ήρτανε μουαdζήρ' σο χωριό
(Μετά απ' αυτό ήρθανε πρόσφυγες στο χωριό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Είχαμ' ένα μουγατζίρης, εκεί με το ζόρι σέμεν σο σπίτι
(Είχαμε έναν πρόσφυγα, εκείνος με το ζόρι μπήκε στο σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ιμείς μπούρνα βγούμε ασ’ τα σπίτια μας, ήρτανε Τουρκού μουατζίρια
(Εμείς, πριν να βγούμε απ’ τα σπίτια μας, ήρτανε Τούρκοι πρόσφυγες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Μουατζίρηδες μας έκαναν εζιέτια
(Οι πρόσφυγες μας ταλαιπωρούσαν)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ήρταν ματζούρια Τούρκοι, πήραν τα σπίτια μας
(Ήρθαν πρόσφυγες Τούρκοι, πήραν τα σπίτια μας)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ποίκαμ' τα φ'κόνια, ύστερα πόμαν ετσι στου κόμμα μέσα, στα ματζούρια
(Τα κάναμε θημωνιές, ύστερα απέμειναν έτσι, μέσα στο χωράφι, στους πρόσφυγες· η θερισμένη σοδειά απέμεινε στο χωράφι μετά την Ανταλλαγή)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ήρταν μαντζούρια τσαού, αλλά ντώκιν dα χωράφια, κλήροι
(Ήρθαν ως πρόσφυγες εδώ, αλλά τους έδωσαν χωράφια, κλήρους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ