ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουγαΐνι (ουσ. ουδ.) μουγαΐνι [muɣaˈini] Φάρασ. μουαΐνι [muaˈini] Τσουχούρ. μοαΐνι [moaˈini] Κίσκ. Aπό το τουρκ. ουσ. muayene = εξέταση, έλεγχος.
Ιατρική εξέταση ό.π.τ. : Πίταξάν μις σο Χαϊτζίνι σο τοχτόρη· μποίκι μις μοαΐνι (Μας έστειλαν στο Χατζίν στο γιατρό· μας εξέτασε) Κίσκ. -Dawk.