μουγαΐνι
(ουσ. ουδ.)
μουγαΐνι
[muɣaˈini]
Φάρασ.
μουαΐνι
[muaˈini]
Τσουχούρ.
μοαΐνι
[moaˈini]
Κίσκ.
Aπό το τουρκ. ουσ. muayene = εξέταση, έλεγχος.
Ιατρική εξέταση
ό.π.τ.
:
Πίταξάν μις σο Χαϊτζίνι σο τοχτόρη· μποίκι μις μοαΐνι
(Μας έστειλαν στο Χατζίν στο γιατρό· μας εξέτασε)
Κίσκ.
-Dawk.