μοσμόρι
(επίθ.)
μοσ-μόρι
[mosˈmori]
Φάρασ.
μοσ-μόρ'
[mosʹmor]
Σίλ.
μασ-μόρι
[masʹmori]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. mosmor = σκούρος μωβ.
Πβ.
μόρι
1. Κατάμαυρος
ό.π.τ.
2. Mελανιασμένος
Σίλ.
:
'ένηκι μασ- μόρι
(Μελάνιασε πολύ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6