μοσμόρι
(επίθ.)
μοσμόρι
[mosˈmori]
Φάρασ.
μοσμόρ'
[mosˈmor]
Σίλ.
μασμόρι
[masˈmori]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. mosmor = σκούρος μωβ.