ασπρούτσικος
(επίθ.)
ασπρούτσικου
[aˈsprutsiku]
Μαλακ.
’σπρούσκου
[ˈsprusku]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. ἀσπρούτζικος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. άσπρος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.