ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασμάς (I) (ουσ. αρσ.) ασμάς [aˈsmas] Φάρασ. ασμά [aˈsma] Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ. Πληθ. ασμάδια [aˈsmaðʝa] Ανακ. ασμάϊα [aˈsmaia] Μισθ. ασμάδα [aˈsmaða] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. asma = αμπελόκλημα, κλήμα (Redhouse).
1. Κλήμα Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ. : Ντο ασμά έισ̑κε ερυό τζ̑ανgι̂́λια μαύρα σταφύα (Το κλήμα είχε δυο τσαμπιά μαύρα σταφύλια) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. αμπέλι, κλήμα
2. Κληματαριά, πέργκολα Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Σ'ν αυλή ομbρό έιξαμ' ασμάϊα (Στην αυλή μπροστά είχαμε κληματαριές) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. νενεντράδι