ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασκούτευτος (επίθ.) ασκούτευτο [aˈskutefto] Φλογ. ασκούdευτο [aˈskudefto] Αραβαν. Από το στερητ. πρόθμ. α-, το μεσν. ρ. σκουτεύω = υπερασπίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -τος.
Ανάγωγος, κακοαναθρεμμένος ό.π.τ. : Τι ασκούτευτα παιδιά 'νdαι; (Τι απείθαρχα παιδιά είναι;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Aσκούdευτο άρωπος (Ανάποδος άνθρωπος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.