ασκούτευτος
(επίθ.)
ασκούτευτο
[aˈskutefto]
Φλογ.
ασκούdευτο
[aˈskudefto]
Αραβαν.
Από το στερητ. πρόθμ. α-, το μεσν. ρ. σκουτεύω = υπερασπίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -τος.
Ανάγωγος, κακοαναθρεμμένος
ό.π.τ.
:
Τι ασκούτευτα παιδιά 'νdαι;
(Τι απείθαρχα παιδιά είναι;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Aσκούdευτο άρωπος
(Ανάποδος άνθρωπος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.